στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
smuggler [βρετ ˈsmʌɡ(ə)lə, ˈsmʌɡlə, αμερικ ˈsməɡ(ə)lər] ΟΥΣ
1. smuggler (person):
2. smuggler (ship):
drug smuggler ΟΥΣ
-
- narcotrafficante αρσ θηλ
- master smuggler, spy, terrorist, thief
-
στο λεξικό PONS
smuggler [ˈsmʌg·lɚ] ΟΥΣ
- contrabbandiere (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- smoulder
- smouldering
- SMS
- smudge
- smudged
- smugglers
- smuggling
- smuggling ring
- smugly
- smugness
- smut