repercussive [βρετ riːpəˈkʌsɪv, αμερικ ˌripərˈkəsɪv, ˌrɛpərˈkəsɪv] ΕΠΊΘ
- repercussive
-
-
- repercussive
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.