I. reductionist [βρετ rɪˈdʌkʃ(ə)nɪst, αμερικ rəˈdəkʃ(ə)nəst] ΕΠΊΘ
1. reductionist μειωτ:
- reductionist
-
- reductionist
-
2. reductionist ΦΙΛΟΣ:
- reductionist
-
II. reductionist [βρετ rɪˈdʌkʃ(ə)nɪst, αμερικ rəˈdəkʃ(ə)nəst] ΟΥΣ ΦΙΛΟΣ
- reductionist
- riduzionista αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- red tape
- red top
- reduce
- reduced
- reducer
- reductionist
- reductive
- reductively
- redundance
- redundancy
- redundant