protestor
protestor → protester
protester [βρετ prəˈtɛstə, αμερικ ˈproʊˌtɛstər, prəˈtɛstər] ΟΥΣ
2. protester (demonstrator):
-
- manifestante αρσ θηλ
- contestatario (contestataria)
- protestor
- contestatore (contestatrice)
- protestor
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.