procurer [βρετ prəˈkjʊərə, αμερικ prəˈkjurər, proʊˈkjʊrər] ΟΥΣ
1. procurer:
- procurer ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ, ΕΜΠΌΡ
-
2. procurer ΝΟΜ (in prostitution):
- procurer
- lenone αρσ
-
- procurer
-
- procurer
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.