I. processional [βρετ prəˈsɛʃ(ə)n(ə)l, αμερικ prəˈsɛʃ(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
- processional
-
II. processional [βρετ prəˈsɛʃ(ə)n(ə)l, αμερικ prəˈsɛʃ(ə)n(ə)l] ΟΥΣ
- processional (book)
- processionale αρσ
- processional (hymn)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.