I. pianissimo [βρετ ˌpɪəˈnɪsɪməʊ, αμερικ ˌpiəˈnɪsəˌmoʊ] ΟΥΣ ΜΟΥΣ
- pianissimo
- pianissimo αρσ
II. pianissimo [βρετ ˌpɪəˈnɪsɪməʊ, αμερικ ˌpiəˈnɪsəˌmoʊ] ΕΠΊΘ ΜΟΥΣ
- pianissimo passage
- pianissimo
III. pianissimo [βρετ ˌpɪəˈnɪsɪməʊ, αμερικ ˌpiəˈnɪsəˌmoʊ] ΕΠΊΡΡ ΜΟΥΣ
- pianissimo
- pianissimo
- pianissimo
- pianissimo
- pianissimo
- pianissimo
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.