I. overstressed [ˌəʊvəˈstrest] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
overstressed → overstress
II. overstressed [ˌəʊvəˈstrest] ΕΠΊΘ (person)
-  overstressed
-  
overstress [βρετ əʊvəˈstrɛs, αμερικ ˌoʊvərˈstrɛs] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
