occasionalism [βρετ əˈkeɪʒ(ə)n(ə)lɪz(ə)m, αμερικ əˈkeɪʒənlˌɪzəm] ΟΥΣ ΦΙΛΟΣ
- occasionalism
- occasionalismo αρσ
-
- occasionalism
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.