στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. acattolico <πλ acattolici, acattoliche> [akatˈtɔliko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
II. acattolico (acattolica) <πλ acattolici, acattoliche> [akatˈtɔliko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- acattolico (acattolica)
-
στο λεξικό PONS
- acattolico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.