I. neuroleptic [βρετ ˌnjʊərə(ʊ)ˈlɛptɪk, αμερικ ˌn(j)ʊrəˈlɛptɪk] ΕΠΊΘ
- neuroleptic
-
II. neuroleptic [βρετ ˌnjʊərə(ʊ)ˈlɛptɪk, αμερικ ˌn(j)ʊrəˈlɛptɪk] ΟΥΣ
- neuroleptic
- neurolettico αρσ
-
- neuroleptic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.