I. monetarist [βρετ ˈmʌnɪt(ə)rɪst, αμερικ ˈmɑnəˌtɛrəst] ΕΠΊΘ
monetarist policy, reform:
- monetarist
-
II. monetarist [βρετ ˈmʌnɪt(ə)rɪst, αμερικ ˈmɑnəˌtɛrəst] ΟΥΣ
- monetarist
- monetarista αρσ θηλ
- monetarist, industrial blueprint
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.