στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
midget submarine ΟΥΣ
I. midget [βρετ ˈmɪdʒɪt, αμερικ ˈmɪdʒɪt] ΟΥΣ
2. midget (small person):
- midget οικ
-
II. midget [βρετ ˈmɪdʒɪt, αμερικ ˈmɪdʒɪt] ΕΠΊΘ
I. submarine [βρετ ˈsʌbməriːn, sʌbməˈriːn, αμερικ ˈsəbməˌrin, ˌsəbməˈrin] ΟΥΣ
II. submarine [βρετ ˈsʌbməriːn, sʌbməˈriːn, αμερικ ˈsəbməˌrin, ˌsəbməˈrin] ΕΠΊΘ
submarine plant, life, cable:
στο λεξικό PONS
I. submarine [ˈsʌb·mə·ri:n] ΟΥΣ
1. submarine ΝΑΥΣ, ΣΤΡΑΤ:
-
- sottomarino αρσ
II. submarine [ˈsʌb·mə·ri:n] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- middlings
- Middx
- middy
- Mideast
- mid-European
- midget submarine
- Mid Glamorgan
- midgut
- midi
- Midland
- Mid-Lent