I. mannerist [βρετ ˈmanərɪst, αμερικ ˈmæn(ə)rəst] ΟΥΣ
- mannerist
- manierista αρσ θηλ
II. mannerist [βρετ ˈmanərɪst, αμερικ ˈmæn(ə)rəst] ΕΠΊΘ
- mannerist
-
-
- Mannerist
-
- Mannerist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.