στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


long-limbed [αμερικ ˌlɔŋˈlɪmd] ΕΠΊΘ


I. longilineo [londʒiˈlineo] ΕΠΊΘ
II. longilineo (longilinea) [londʒiˈlineo] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- longilineo (longilinea)
-
στο λεξικό PONS
longilineo (-a) <-ei, -ee> [lon·dʒi·ˈli:·neo] ΕΠΊΘ (persona, fisico)
- longilineo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.