I. integrationist [βρετ ɪntɪˈɡreɪʃ(ə)nɪst, αμερικ ˌɪn(t)əˈɡreɪʃ(ə)nəst] ΕΠΊΘ
- integrationist
-
II. integrationist [βρετ ɪntɪˈɡreɪʃ(ə)nɪst, αμερικ ˌɪn(t)əˈɡreɪʃ(ə)nəst] ΟΥΣ
- integrationist
- integrazionista αρσ θηλ
-
- integrationist
-
- integrationist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.