στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. granulated [βρετ ˈɡranjʊleɪtɪd, αμερικ ˈɡrænjʊlɛədəd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
granulated → granulate
II. granulated [βρετ ˈɡranjʊleɪtɪd, αμερικ ˈɡrænjʊlɛədəd] ΕΠΊΘ
- granulated paper
-
- granulated sugar
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.