στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
genetically [βρετ dʒəˈnɛtɪkli, αμερικ dʒəˈnɛdəkli] ΕΠΊΡΡ
- genetically
-
- genetically engineered, genetically manipulated
-
genetically modified [βρετ dʒəˌnɛtɪkli ˈmɒdɪfʌɪd, αμερικ dʒəˌnɛdɪk(ə)li ˈmɑdəfaɪd] ΕΠΊΘ
- genetically modified
-
στο λεξικό PONS
-
- genetically modified
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.