στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
febrile [βρετ ˈfiːbrʌɪl, αμερικ ˈfɛˌbraɪl, ˈfiˌbraɪl] ΕΠΊΘ
1. febrile condition, activity:
- febrile
-
2. febrile ΙΑΤΡ:
- febrile patient
-
- febrile convulsion
-
-
- febrile
στο λεξικό PONS
febrile [ˈfi:·brɪl] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
- febrile excitement, convulsion
-
- febrile child
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.