

ethnographical [βρετ ɛθnəˈɡrafɪk(ə)l, αμερικ ˌɛθnəˈɡræfək(ə)l] ΕΠΊΘ
- ethnographical
-


-
- ethnographical
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.