στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
elephantine [βρετ ɛlɪˈfantʌɪn, αμερικ ˌɛləˈfæn(t)in, ˌɛləˈfænˌtaɪn, ˈɛləfənˌtin, ˈɛləfənˌtaɪn] ΕΠΊΘ
1. elephantine ΖΩΟΛ:
- elephantine
-
2. elephantine μτφ:
- elephantine joke, humour
-
- elephantine person
-
στο λεξικό PONS
elephantine [ˌe·lɪ·ˈfæn·taɪn] ΕΠΊΘ
1. elephantine (huge):
- elephantine
- elefantesco, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- elegy
- elektron
- element
- elemental
- elementary
- elephantine
- elephant seal
- Eleusinian
- Eleusis
- elevate
- elevated