electorally [βρετ ɪˈlɛkt(ə)r(ə)li, αμερικ əˈlɛkt(ə)rəli] ΕΠΊΡΡ
electorally necessary, damaging:
- electorally
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.