στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
disconsolate [βρετ dɪsˈkɒns(ə)lət, αμερικ ˌdɪsˈkɑns(ə)lət] ΕΠΊΘ
1. disconsolate (depressed):
- disconsolate
-
- disconsolate
-
2. disconsolate (inconsolable):
- disconsolate λογοτεχνικό
-
-
- disconsolate λογοτεχνικό
-
- disconsolate
στο λεξικό PONS
disconsolate [dɪs·ˈkɑ:n·tsə·lət] ΕΠΊΘ
- disconsolate
- sconsolato, -a
- sconsolato (-a)
- disconsolate
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.