dialectically [βρετ ˌdʌɪəˈlɛktɪk(ə)li, αμερικ ˌdaɪəˈlɛktək(ə)li] ΕΠΊΡΡ
dialectically interpret, proceed, argue:
- dialectically
-
-
- dialectically
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.