στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
 departmental [βρετ diːpɑːtˈmɛnt(ə)l, αμερικ diˌpɑrtˈmɛn(t)l] ΕΠΊΘ attrib.
1. departmental ΠΟΛΙΤ (ministerial):
-  departmental colleague, committee, meeting
 -  
 
2. departmental ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ (of organization, business):
-  departmental meeting
 -  
 
-  departmental chief
 -  
 
 
 -  
 -  departmental
 
-  
 -  departmental
 
-  
 -  departmental
 
στο λεξικό PONS
departmental [ˌdi:·pɑ:rt·ˈmen·təl] ΕΠΊΘ
-  departmental
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.