I. consumerist [βρετ kənˈsjuːmərɪst, αμερικ kənˈsumərəst] ΕΠΊΘ μειωτ
consumerist society, culture:
- consumerist
-
II. consumerist [βρετ kənˈsjuːmərɪst, αμερικ kənˈsumərəst] ΟΥΣ
- consumerist
- consumista αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.