colourable [βρετ ˈkʌlərəb(ə)l, αμερικ ˈkələrəbəl] ΕΠΊΘ
1. colourable material:
2. colourable excuse:
3. colourable affection:
-
- colourable βρετ
-
- colorable αμερικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.