στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
capricious [βρετ kəˈprɪʃəs, αμερικ kəˈprɪʃəs, kəˈpriʃəs] ΕΠΊΘ
- capricious person, weather, fortune
-
- capricious whim, decision
-
- ghiribizzoso persona
- capricious
- ghiribizzoso idea
- capricious
- capriccioso persona
- capricious
-
- capricious
-
- capricious
στο λεξικό PONS
capricious [kə·ˈprɪ·ʃəs] ΕΠΊΘ
- capricious
- capriccioso, -a
- voglioso (-a)
- capricious
-
- capricious
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.