στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
blameworthy [βρετ ˈbleɪmwəːði, αμερικ ˈbleɪmˌwərði] ΕΠΊΘ
1. blameworthy (responsible):
- blameworthy person
-
2. blameworthy (reprehensible):
- blameworthy action, conduct
-
-
- blameworthy
- discutibile azione, condotta
- blameworthy
στο λεξικό PONS
blameworthy [ˈbleɪm·wɜ:r·ði] ΕΠΊΘ τυπικ
- blameworthy
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- blag
- blah
- blain
- blamable
- blame
- blameworthy
- blanch
- Blanche
- blanched almonds
- blancher
- blancmange