στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
acrimonious [βρετ ˌakrɪˈməʊnɪəs, αμερικ ˌækrəˈmoʊniəs] ΕΠΊΘ
acrimonious tone, argument, debate, divorce, dispute:
- acrimonious
-
-
- acrimonious
στο λεξικό PONS
acrimonious [ˌæ·krɪ·ˈmoʊ·ni·əs] ΕΠΊΘ
- acrimonious debate
- acrimonioso, -a
- acrimonioso (-a)
- acrimonious
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.