στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. imperial [βρετ ɪmˈpɪərɪəl, αμερικ ɪmˈpɪriəl] ΕΠΊΘ
1. imperial (of empire, emperor):
- imperial
-
2. imperial μτφ disdain, unconcern:
- imperial
-
3. imperial (in GB) ΙΣΤΟΡΊΑ:
- imperial
-
4. imperial βρετ measure:
- imperial
-
II. imperial [βρετ ɪmˈpɪərɪəl, αμερικ ɪmˈpɪriəl] ΟΥΣ (beard)
- imperial
- imperiale αρσ
-
- imperial
-
- imperial
-
- imperial
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.