Oxford Spanish Dictionary
wayward [αμερικ ˈweɪwərd, βρετ ˈweɪwəd] ΕΠΊΘ
wayward youth:
-  wayward
 -  
 
-  wayward
 -  
 
στο λεξικό PONS
wayward [ˈweɪ·wərd] ΕΠΊΘ
-  wayward
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- waylay
 - waymark
 - way of thinking
 - way out
 - way-out
 - wayward
 - waywardness
 - wazoo
 - WBT
 - WC
 - w e