Oxford Spanish Dictionary
tremulous [αμερικ ˈtrɛmjələs, βρετ ˈtrɛmjʊləs] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
1. tremulous (trembling):
- tremulous voice/hand
- trémulo λογοτεχνικό
- tremulous voice/hand
-
2. tremulous (timid):
- tremulous glance/smile
-
στο λεξικό PONS
- trémulo (-a)
- tremulous
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.