Oxford Spanish Dictionary
sultry <sultrier sultriest> [αμερικ ˈsəltri, βρετ ˈsʌltri] ΕΠΊΘ
1. sultry climate/weather/day:
- sultry
-
- sultry
-
στο λεξικό PONS
sultry <-ier, -iest> [ˈsʌltri] ΕΠΊΘ
1. sultry weather:
- sultry
- bochornoso, -a
2. sultry (sensual):
- sultry
-
sultry <-ier, -iest> [ˈsʌl·tri] ΕΠΊΘ
1. sultry weather:
- sultry
- bochornoso, -a
2. sultry (sensual):
- sultry
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.