Oxford Spanish Dictionary
spiritualist, Spiritualist [αμερικ ˈspɪrɪtʃ(u)ələst, βρετ ˈspɪrɪtʃ(ʊ)əlɪst, ˈspɪrɪtjʊəlɪst] ΟΥΣ
1. spiritualist (person who contacts dead):
- spiritualist
- espiritista αρσ θηλ
2. spiritualist ΦΙΛΟΣ:
- spiritualist
- espiritualista αρσ θηλ
-
- spiritualist
-
- spiritualist
στο λεξικό PONS
-
- spiritualist
-
- spiritualist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.