Oxford Spanish Dictionary
sketchy <sketchier sketchiest> [αμερικ ˈskɛtʃi, βρετ ˈskɛtʃi] ΕΠΊΘ
- sketchy account/treatment
-
- sketchy memories
-
- sketchy piece of work
-
-
- sketchy
-
- sketchy
-
- sketchy
στο λεξικό PONS
sketchy <-ier, -iest> [ˈsketʃi] ΕΠΊΘ
- sketchy (incomplete)
- incompleto, -a
sketchy <-ier, -iest> [ˈsketʃ·i] ΕΠΊΘ
- sketchy (incomplete)
- incompleto, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.