skanky <skankier skankiest> [αμερικ ˈskæŋki, βρετ ˈskaŋki] ΕΠΊΘ οικ
- skanky clothes/dress/shirt
-
- skanky clothes/dress/shirt
-
- skanky bar/motel/pub/toilet
-
- skanky bar/motel/pub/toilet
-
- skanky bar/motel/pub/toilet
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.