reeve [αμερικ riv, βρετ riːv] ΟΥΣ
1. reeve (in UK) ΙΣΤΟΡΊΑ:
- reeve
- alguacil αρσ θηλ
2. reeve (in Canada):
- reeve
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.