officiant [αμερικ əˈfɪʃiənt, oʊˈfɪʃiənt, βρετ əˈfɪʃɪənt, əˈfɪʃ(ə)nt] ΟΥΣ ΘΡΗΣΚ
- officiant
- oficiante αρσ θηλ
- officiant
- celebrante αρσ θηλ
-
- officiant
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.