Oxford Spanish Dictionary
irregularly [αμερικ ɪ(r)ˈrɛɡjələrli, əˈrɛɡjələrli, βρετ ɪˈrɛɡjʊləli] ΕΠΊΡΡ
1.1. irregularly (in shape, positioning):
- irregularly
-
1.2. irregularly (in time):
- irregularly
-
2. irregularly (in unacceptable manner):
- irregularly behave
-
3. irregularly ΓΛΩΣΣ:
- irregularly decline/conjugate
-
-
- irregularly
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.