 
  
 ingenuously [αμερικ ɪnˈdʒɛnjəwəsli, βρετ ɪnˈdʒɛnjʊəsli] ΕΠΊΡΡ
1. ingenuously (naively):
-  ingenuously
-  
2. ingenuously (frankly):
-  ingenuously
-  
 
  
 -  
-  ingenuously
-  
-  ingenuously
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
