Oxford Spanish Dictionary
inescapable [αμερικ ˌɪnəˈskeɪpəb(ə)l, βρετ ɪnɪˈskeɪpəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- inescapable necessity/responsibility
-
- inescapable fate
-
- inescapable outcome/consequences
-
στο λεξικό PONS
inescapable [ˌɪnɪˈskeɪpəbl] ΕΠΊΘ
- inescapable
-
-
- inescapable
inescapable [ˌɪn·ɪ·ˈskeɪ·pə·bəl] ΕΠΊΘ
- inescapable
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.