Oxford Spanish Dictionary
indolent [αμερικ ˈɪndələnt, βρετ ˈɪnd(ə)l(ə)nt] ΕΠΊΘ τυπικ
- indolent
-
-
- indolent
στο λεξικό PONS
indolent [ˈɪndələnt] ΕΠΊΘ
- indolent
-
-
- indolent
indolent [ˈɪn·də·lənt] ΕΠΊΘ
- indolent
-
-
- indolent
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.