Oxford Spanish Dictionary
indignity <pl indignities> [αμερικ ɪnˈdɪɡnədi, βρετ ɪnˈdɪɡnɪti] ΟΥΣ U or C
-
- indignity
στο λεξικό PONS
indignity <-ies> [ɪnˈdɪgnɪti, αμερικ -nət̬i] ΟΥΣ
1. indignity χωρίς πλ (humiliation):
- indignity
- indignidad θηλ
2. indignity (sth that humiliates):
- indignity
- afrenta θηλ
-
- indignity
-
- indignity
indignity <-ies> [ɪn·ˈdɪg·nə·t̬i] ΟΥΣ
1. indignity (humiliation):
- indignity
- indignidad θηλ
2. indignity (sth that humiliates):
- indignity
- afrenta θηλ
-
- indignity
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.