immoderately [αμερικ ɪ(m)ˈmɑd(ə)rətli, βρετ ɪˈmɒd(ə)rətli] ΕΠΊΡΡ
1. immoderately curious/eager:
- immoderately
-
- immoderately
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.