giddily [αμερικ ˈɡɪdəli, βρετ ˈɡɪdɪli] ΕΠΊΡΡ
1. giddily (dizzily):
- giddily
-
2. giddily (frivolously):
- giddily act/laugh
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.