Oxford Spanish Dictionary
forceful [αμερικ ˈfɔrsfəl, βρετ ˈfɔːsfʊl, ˈfɔːsf(ə)l] ΕΠΊΘ
1. forceful (vigorous):
- forceful personality
-
- forceful speech/gesture
-
- forceful manner
-
2. forceful (persuasive):
- forceful words/argument
-
- forceful words/argument
-
στο λεξικό PONS
-
- forceful
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.