Oxford Spanish Dictionary
earnings-related [αμερικ ˈərnɪŋzrəˌleɪdəd, βρετ ˌəːnɪŋzrɪˈleɪtɪd] ΕΠΊΘ βρετ
στο λεξικό PONS
earnings-related ΕΠΊΘ
earnings-related ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- earned income
- Earned Income Tax Credit
- earned run
- earner
- earnest
- earnings-related
- earphone
- earphones
- earpiece
- ear-piercing
- earplug