Oxford Spanish Dictionary
disgruntled [αμερικ ˌdɪsˈɡrən(t)ld, βρετ dɪsˈɡrʌnt(ə)ld] ΕΠΊΘ
- disgruntled child/look/tone
-
- disgruntled employee
-
στο λεξικό PONS
disgruntled [dɪsˈgrʌntld, αμερικ -t̬ld] ΕΠΊΘ
- disgruntled
- contrariado, -a
disgruntled [dɪs·ˈgrʌn·təld] ΕΠΊΘ
- disgruntled
- contrariado, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.