Oxford Spanish Dictionary
dignitary <pl dignataries> [αμερικ ˈdɪɡnəˌtɛri, βρετ ˈdɪɡnɪt(ə)ri] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
dignitary <-ies> [ˈdɪgnɪtəri, αμερικ -nəter-] ΟΥΣ
- dignatario (-a)
-
dignitary <-ies> [ˈdɪg·nə·ter·i] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.